- ἔποπος
- ἔποψhoopoemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έποπος — ἔποπος, ὁ (Μ) [έποψ] έποψ, τσαλαπετεινός … Dictionary of Greek
έποψ — ο (AM ἔποψ, Μ και ἔποπος) το γνωστότερο στην Ελλάδα είδος τών εποπιδών, ο τσαλαπετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ονοματοποιία από την κραυγή τού πουλιού εποποί, ποποπό, όπως αυτή μαρτυρείται στους κωμικούς. Αναλογικός σχηματισμός προς τα μέρ οψ… … Dictionary of Greek
εποποί — ἐποποῑ (Α) [έποψ] κραυγή κατ’ απομίμηση τής φωνής τού έποπος, τού τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῡ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ποπίζω — Α κραυγάζω πόποπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόποπο* ή ποποποί, ονοματοποιημένη λ. που αναφέρεται στη φωνή τού πτηνού ἔποπος «τσαλαπετεινός»] … Dictionary of Greek